Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλάστης 1 ο [plástis] Ο10 (χωρίς πληθ.) : Πλάστης, ο Θεός, ως δημιουργός του κόσμου, του σύμπαντος: Yμνούμε / ευχαριστούμε τον Πλάστη. || (λογοτ.) ο δημιουργός, αυτός που δίνει μορφή σε κτ.
[ελνστ. πλάστης, αρχ. σημ.: `που πλάθει καλούπια΄]
- πλάστης 2 ο Ο10 : ξύλινο κυλινδρικό ραβδί, που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα φύλλων ζύμης.
[πλασ- (πλάθω) -της]