Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πίτσα η [pítsa] Ο25 : είδος πίτας, ιταλικής προέλευσης, με βάση ειδική ζύ μη πεπλατυσμένου και στρόγγυλου συνήθ. σχήματος, που πάνω της προστίθενται διάφορα φαγώσιμα και ψήνεται σε φούρνο: ~ με τυρί, ντομάτα, πιπεριά, ελιές, μπέικον, ζαμπόν κ.ά. Aτομική / οικογενειακή ~. ~ σπέσιαλ. Θα παραγγείλουμε μια ~ και θα καθίσουμε στο σπίτι να δούμε τον αγώνα μπάσκετ.
πιτσούλα η YΠΟKΟΡ. [ιταλ. pizza· πίτσ(α) -ούλα]
- πιτσαρία η [pitsaría] Ο25 : κατάστημα που παρασκευάζει και προσφέρει κυρίως πίτσα.
[πίτσ(α) -αρία]