Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιστωτής ο [pistotís] Ο7 θηλ. πιστώτρια [pistótria] Ο27 : αυτός που παρέχει, που χορηγεί πίστωση· δανειστής. ANT χρεώστης: Ενοχλητικός / απαιτητικός ~. Bιβλίο χρεωστών και πιστωτών. Οι πιστωτές τον κυνηγούν για να εξοφλήσει τα χρέη του.
[λόγ. < ελνστ. πιστωτής `που επιβεβαιώνει΄ σημδ. γαλλ. créancier· λόγ. πιστω(τής) -τρια]