Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιστοποιώ [pistopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1. βεβαιώνω, επιβεβαιώνω (επίσημα) ότι κτ. είναι αληθινό (ή όχι): Πιστοποιήθηκε η αλήθεια των καταγγελιών. 2. εκδίδω, χορηγώ (συνήθ. επίσημο) έγγραφο, πιστοποιητικό: Tο έγγραφο πιστοποιεί ότι ο ασθενής νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο.
[λόγ. < ελνστ. πιστοποιῶ]