Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιστεύω [pistévo] -εται Ρ5.2 : 1. έχω πεποίθηση, είμαι βέβαιος, σίγουρος για κτ.: Πρέπει να πιστέψεις στη νίκη για να νικήσεις. Πίστευε στην ορθό τητα των ιδεών / των συμπερασμάτων του. Δεν ~ στην αποτελεσματικότητα των μέτρων της κυβέρνησης. Πιστεύει στις σοσιαλιστικές / νεοφιλελεύθερες ιδέες. 2. δέχομαι την ύπαρξη και την παρουσία ανώτατου όντος, και ιδιαίτερα όπως αυτή διατυπώνεται από κάποια θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα: ~ στο Θεό. Πιστεύει στο Θεό αλλά με δικό του τρόπο. Aυτός δεν πιστεύει, είναι άθεος, άπιστος. (έκφρ.) πίστευε και μη ερεύνα, αυτός που πιστεύει αληθινά, δεν αμφιβάλλει. ΦΡ σε τι θεό* πιστεύει; 3. έχω εμπιστοσύνη σε κπ. ή σε κτ.: ~ στον εαυτό μου / στις ικανότητές μου / στο ταλέντο μου. 4α. δίνω πίστη σε κπ. ή σε κτ., δέχομαι την ύπαρξη, την αλήθεια, την ορθότητά του: Ό,τι και να κάνεις / πεις, δε σε ~. Mην πιστεύεις σε διαδόσεις. Δε με πιστεύεις; || Δεν ~ στα μάτια μου / στ΄ αυτιά μου, μου είναι δύσκολο να αποδεχτώ κτ. που συνέβη. (έκφρ.) να το δω και να μην το πιστέψω, για κτ. που το θεωρούμε πολύ δύσκολο, απίθανο να συμβεί. β. δέχομαι κτ. ως πραγματικό, ως αληθινό: Πιστεύει στα όνει ρα / στα φαντάσματα / στα μάγια / στις νεράιδες. (έκφρ.) πιστεύει (ακό μη) στα θαύματα*. 5. κρίνω, νομίζω, θεωρώ: Είναι, ~, η καλύτερη λύση. ~ ότι κάνεις λάθος. Δεν ~ να σου άρεσε το έργο. ~ ότι έμειναν ευχαριστημένοι. || Tον ~ ικανό να φτάσει ακόμα και στο έγκλημα. || (παθ. στο γ' πρόσ.) πιστεύεται ότι
, υπάρχει η γνώμη, η πίστη, η πεποίθηση: Πιστεύεται ότι η έκρηξη του πολέμου δε θα αργήσει. 6. (ως ουσ.) α. το Πιστεύω, το Σύμβολο της Πίστεως. β. το πιστεύω (κάποιου), οι ιδέες, οι πεποιθήσεις (κάποιου): Aγωνίζεται για το ~ του. Tο θεατρικό και κοινωνικό ~ του Mπρεχτ.
[αρχ. πιστεύω]