Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιστευτός
1 εγγραφή
πιστευτός -ή -ό [pisteftós] Ε1 : που μπορεί να τον πιστέψει κάποιος: Για να γίνει ~, παρουσίασε μια σειρά αποδεικτικών στοιχείων. Όσα είπε, δεν έγιναν πιστευτά.

[ελνστ. πιστευτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες