Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιρούνι το [pirúni] Ο44 : 1. επιτραπέζιο μεταλλικό συνήθ. σκεύος, με μακριά, συνήθ. πεπλατυσμένη στη μια άκρη λαβή, στην άλλη άκρη της οποίας υπάρχουν αιχμές (σπανιότερα δύο, συχνότερα τρεις ή περισσότερες)· το χρησιμοποιούμε για να τρώμε στερεές τροφές: Ξύλινο / πλαστι κό / ασημένιο ~. Έμαθε να τρώει με μαχαίρι και με ~. ΦΡ άναψαν* τα πιρούνια. γρήγορο / γερό ~, για κπ. που τρώει πολύ και γρήγορα. 2. (τεχν.) τμήμα του σκελετού των δικύκλων, στο οποίο προσαρμόζεται ο μπροστινός τροχός: Tηλεσκοπικό ~.
πιρουνάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. πιρούνι < ελνστ. περόνιον `μικρή περόνη, καρφάκι΄ ( [o > u] από επίδρ. του [r] και του [n], [e > i] αναλ. προς λ. με παρόμοια εναλλ.: μηρός - μερί)]
- πιρουνιά η [piruná] Ο24 : 1. η ποσότητα (στερεάς) τροφής που πιάνει το πιρούνι: Έφαγε μερικές πιρουνιές χόρτα / σαλάτα / ρύζι. 2. το τσίμπημα με πιρούνι και το ίχνος που αυτό αφήνει.
[πιρούν(ι) -ιά]
- πιρουνιάζω [pirunázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. πιάνω, τσιμπώ κτ. με πιρούνι. 2. (μτφ.) περονιάζω.
[πιρούν(ι) -ιάζω]
- πιρούνιασμα το [pirúnazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πιρουνιάζω.
[πιρουνιασ- (πιρουνιάζω) -μα]