Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιο [pxó] επίρρ. ποσ. : 1. σχηματίζει περιφραστικά το συγκριτικό και το σχετικό υπερθετικό βαθμό: α. επιθέτων και μετοχών· πλέον: ~ καλός / ψηλός / όμορφος, καλύτερος, ψηλότερος κτλ.: Ο ~ δυνατός / ωραίος / ονομαστός / κατάλληλος, ο δυνατότερος, ωραιότερος κτλ. Ο ~ ζηλιάρης / γκρινιάρης / καταφερτζής. ~ χαρούμενος / λυπημένος. Ο ~ ευτυχισμένος / γερασμένος. Ο Όλυμπος είναι ~ ψηλός από τον Kίσσαβο, ψηλότερος. Tο αεροπλάνο είναι το ~ γρήγορο από τα μέσα συγκοινωνίας, το γρηγορότερο, το πλέον γρήγορο. Είναι η ~ όμορφη στο χωριό, η ομορφό τερη. β. επιρρημάτων: ~ καλά / ωραία / δίκαια, καλύτερα κτλ. ~ συχνά / κοντά / μακριά, συχνότερα, κοντύτερα κτλ. ~ πολύ, περισσότερο. ~ εδώ / εκεί / μέσα / έξω. Έβρεχε ολοένα και ~ δυνατά. Aκουγόταν όλο και ~ έντονα. || (προφ.) επιτείνει το συγκριτικό: ~ γρηγορότερα. 2α. με ουσιαστικά που δηλώνουν ιδιότητα: Ήταν ο ~ νοικοκύρης από όλους τους, ο περισσότερο νοικοκύρης. β. σε ελλειπτικό λόγο με ουσιαστικά που επιδέχονται διαβάθμιση ισοδυναμεί με το περισσότερος: Σήμερα έχει ~ ζέστη, πιο πολλή, περισσότερη ζέστη απ΄ αυτήν που είχε χθες. Xθες είχε ~ κρύο, πιο πολύ, περισσότερο.
[μσν. πλιο < αρχ. πλέον (ουδ. συγκρ. του επιθ. πολύς) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- πιόμα το [pxóma] Ο49 : (λαϊκότρ., ιδ. για οινοπνευματώδη ποτά) 1. η πό ση. 2. το ποτό.
[< πίωμα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -μα (ορθογρ. απλοπ.)]
- πιόνι το [pxóni] Ο44 : 1. καθένα από τα δεκαέξι κομμάτια του σκακιού και ιδίως ο στρατιώτης: Kινώ / μετακινώ τα πιόνια. Tα πιόνια ήταν στημένα πάνω στη σκακιέρα. || τα πούλια οποιουδήποτε επιτραπέζιου παιχνιδιού. 2. (μτφ.) άβουλος άνθρωπος, που καθοδηγείται, ελέγχεται ή χρησιμοποιείται από άλλους, υποχείριο, ανδρείκελο: Ήταν ένα ~ στα χέρια της γυναίκας του. Δε θα γίνω ~ σου! || H Ελλάδα ήταν ένα ~ στα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων.
[λόγ. < γαλλ. pion -ιον]
- πιονιέρος ο [pxo
éros] Ο18 & πιονιέρης ο [pxo éris] Ο11 θηλ. πιονιέρισσα [pxo érisa] Ο27 : ο πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σε κάποιους αγώνες. [λόγ. < γαλλ. pionnier -ος, -ης· λόγ. πιονιέρ(ος) -ισσα]
- πιόσιμο το [pxósimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) η πόση, η ενέργεια του πίνω: Έχει τίποτα για ~;
[πιω- (σπάν. συνοπτ. θ. του ρ. πίνω) -σιμο κατά το φαγώσιμο (ορθογρ. απλοπ.)]
- πιότερος -η -ο [pxóteros] Ε5 : (λογοτ.) περισσότερος.
(συχνότ.) πιότερο ΕΠIΡΡ περισσότερο. [αρχ. πλειότερος κατά το πλιο > πιο (δες λ.)]
- πιοτί το [pxotí] Ο43 : (λαϊκότρ.) πιοτό.
[πιοτ(ό) -ί κατά το φαΐ]
- πιοτό το [pxotó] Ο38 : 1. (οικ.) ποτό, ιδίως οινοπνευματώδες: Πίνει διάφο ρα πιοτά. Είναι άνθρωπος του πιοτού, συνηθίζει να πίνει οινοπνευματώ δη ποτά. 2. η οινοποσία, η κατανάλωση ποτών, ιδίως οινοπνευματωδών: Tο ΄χει ρίξει στο ~.
[μσν. πιοτόν < αρχ. ποτόν με επίδρ. του συνοπτ. θ. πι- του πίνω]