Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιθανότητα η [piθanótita] Ο28 (συχνά πληθ.) : η ιδιότητα του πιθανού, το ενδεχόμενο, η δυνατότητα να συμβεί, να υπάρξει κτ.: Λίγες / πολλές / μικρές / μεγάλες / περιορισμένες πιθανότητες. Έχω / συγκεντρώνω κάποιες πιθανότητες. Λογαριάζω / υπολογίζω / μετρώ τις πιθανότητες. Οι πιθανότητες επιβίωσης / επιτυχίας / κέρδους είναι μικρές. (Δεν) αποκλείω την ~ να
Δεν υπάρχει (καμιά) ~ να
|| (έκφρ.) κατά πάσα ~, σχεδόν σίγουρα: Kατά πάσα ~ θα έρθει / θα βρέξει / θα συμφωνήσει. || (μαθημ.) ο λόγος του αριθμού των ευνοϊκών περιπτώσεων προς το συνολικό αριθ μό των δυνατών περιπτώσεων για ένα οποιοδήποτε συμβάν, με την προϋ πόθεση ότι όλες οι περιπτώσεις είναι εξίσου πιθανές: Οι πιθανότητες να φέρει κανείς έξι ρίχνοντας ένα ζάρι είναι ένα προς έξι. || Θεωρία των πιθανοτήτων, το σύνολο των κανόνων, με τους οποίους υπολογίζεται το ενδεχόμενο εμφάνισης μιας περίπτωσης.
[λόγ. < αρχ. πιθανότης, αιτ. -ητα `πειστικότητα΄ σημδ. γαλλ. probabilité]