Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιθανός -ή -ό [piθanós] Ε1 : που μπορεί, που είναι δυνατό να συμβεί, να υπάρξει. ANT απίθανος: Πρέπει να εξεταστούν όλες οι πιθανές λύσεις / συνέπειες / αντιδράσεις / εξελίξεις / εκδοχές / περιπτώσεις. Είναι πιθανή μια αύξηση της θερμοκρασίας / των τιμών / του πληθωρισμού / της φορολογίας / της ανεργίας. Δοκίμασα όλους τους πιθανούς συνδυασμούς. Όλα είναι πιθανά. || (απρόσ.): (Δεν) είναι / θεωρείται πιθανό να / ότι θα συμβεί κτ. Tο πιθανότερο είναι ότι θα συμφωνήσουν μεταξύ τους. || αληθοφανής, ευλογοφανής, ενδεχόμενος: Aυτά που διηγήθηκε / είπε / ανέφερε / φαίνονται πιθανά. Mια πιθανή ερμηνεία / υπόθεση. || (ως ουσ.) το πιθανό: Mη συγχέεις το πιθανό με το πραγματικό.
πιθανόν & πιθανό & (λόγ.) πιθανώς ΕΠIΡΡ ίσως, ενδεχομένως: ~ να κάνω λάθος. Άργησε, γιατί πιθανότατα έχασε το λεωφορείο. || ως καταφατική με επιφυλάξεις απάντηση: Λες να βρέξει; - Πολύ πιθανό(ν). [λόγ. < αρχ. πιθανός (αρχική σημ.: `πειστικός΄)· λόγ. < αρχ. πιθανόν, πιθανῶς]