Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιγούνι το [piγúni] Ο44 : η άκρη του σαγονιού, που προεξέχει· (πρβ. σαγόνι): Mυτερό / στρόγγυλο / τετράγωνο ~. Έχει μια ελιά στο ~.
[μσν. πιγούνι < ελνστ. πωγώνιον (υποκορ. του αρχ. πώγων `γενειάδα΄) με παρετυμ. επι- και τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] ]