Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιγκουίνος
1 εγγραφή
πιγκουίνος ο [piŋguínos] Ο18 : πτηνό των πολικών περιοχών με ογκώδες σώμα, με ατροφικά φτερά και με πόδια που τα χρησιμοποιεί ως κουπιά, όταν κολυμπάει· βαδίζει σε όρθια στάση και το χρώμα του είναι συνήθ. μαύρο και (στην κοιλιά) λευκό: Οι πιγκουίνοι δεν μπορούν να πετάξουν, κολυμπούν όμως ταχύτατα. πιγκουινάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. pinguino < γαλλ. pingouin < αγγλ. penguin]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες