Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πιανίστας
1 εγγραφή
πιανίστας ο [pxanístas] Ο3 θηλ. πιανίστρια [pxanístria] Ο27 & πιανίστα [pxanísta] Ο25 : καλλιτέχνης, μουσικός που παίζει πιάνο: Δόθηκε χθες το ρεσιτάλ του διάσημου πιανίστα. (έκφρ.) μην πυροβολείτε τον πιανίστα, μην αποδίδετε ευθύνες, μη βάλλετε εναντίον κάποιου που δε φταίει.

[ιταλ. pianista -ς· λόγ. πιανίσ(τας) -τρια· ιταλ. pianista]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες