Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πιένα η [pxéna] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : η μεγάλη προσέλευση, η συρροή κοινού κυρίως σε θέατρο (ή σε συναυλία): Tο έργο είχε / σημείωσε (μεγάλες) πιένες. || (επέκτ.) η (εισπρακτική) επιτυχία.
[ιταλ. piena `πλήθος κόσμου΄]