Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πηλός ο [pilós] Ο17 λαϊκότρ. πληθ. και πηλά : 1. αργιλώδες χώμα ζυμωμέ νο με νερό, με το οποίο κατασκευάζονται αγγεία, σκεύη, προπλάσματα γλυπτών κτλ.: Σκεύος / αγγείο / στάμνα / πιάτα / γλάστρα από πηλό. Πλά θω τον πηλό. Δουλεύω με πηλό. 2. μείγμα από χώμα (ασβέστη) και νερό που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο ως συγκολλητική ύλη· (πρβ. λάσπη). 3. (παρωχ., συνήθ. πληθ.) τα πηλά, η λάσπη των δρόμων. 4. η ύλη με την οποία, κατά την Παλαιά Διαθήκη, πλάστηκε ο άνθρωπος (ο Aδάμ).
[αρχ. πηλός]
- πηλοσωλήνας ο [pilosolínas] Ο2 : είδος σωλήνα που είναι κατασκευασμένος από πηλό και που χρησιμοποιείται σε αποχετεύσεις, σε υπονόμους κτλ.
[λόγ. πηλ(ός) -ο- + σωλήν > σωλήνας]