Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πηδάλιο το [piδálio] Ο40 : 1. το όργανο με το οποίο διευθύνεται σκάφος, αεροσκάφος κτλ.· (πρβ. τιμόνι): Tο ~ έπαθε βλάβη και το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Στο ~ του πλοίου βρίσκεται ένας έμπειρος καπετάνιος. Tραβώντας το ~ το αεροπλάνο πήρε ύψος. 2. (μτφ.) διοίκηση, διακυβέρνηση, διεύθυνση: Kρατάει με επιτυχία το ~ της πολιτείας / της οικογένειάς του / της εταιρείας. Παίρνω το / κάθομαι στο ~, διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ.
[λόγ. < αρχ. πηδάλιον `πλατύ κουπί που χρησίμευε για τιμόνι΄]
- πηδαλιούχος ο [piδaliúxos] Ο18 : αυτός που κρατάει, που χειρίζεται το πηδάλιο: Δίκωπος / τετράκωπος με / χωρίς πηδαλιούχο.
[λόγ. < ελνστ. πηδαλιοῦχος (δες στο πηδάλιο)]
- πηδαλιουχούμενος -η -ο [piδaliuxúmenos] Ε5 : που κυβερνιέται, που κατευθύνεται με πηδάλιο: Πηδαλιουχούμενο όχημα / αερόστατο.
[λόγ. μπε. του ελνστ. πηδαλιουχῶ `κρατώ το πηδάλιο΄ απόδ. γαλλ. dirigeable]