Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πετώ 1 [petó] & -άω Ρ10.6α λαϊκότρ. μπε. πετούμενος* : 1. (για πουλί ή έντομο) κινούμαι στον αέρα με τη βοήθεια των φτερών μου: Ο αετός άνοι ξε τα φτερά του και πέταξε ψηλά στον ουρανό, απομακρύνθηκε. Ένα κοπάδι αγριόπαπιες πετούσε πάνω από τη λίμνη. Mια πεταλούδα πετούσε απ΄ άνθος σ΄ άνθος. ΦΡ πέταξε το πουλί*. ΠAΡ ΦΡ πετάει ο γάιδαρος*; πετάει. || Ο μύθος του Ίκαρου εκφράζει την πανάρχαιη επιθυμία του ανθρώπου να πετάξει. 2. για ιπτάμενο μέσο, μηχανή που μπορεί να κινείται στον αέρα, και για άνθρωπο που επιβαίνει σε ένα τέτοιο μέσο: Aεροπλάνα πετούσαν πάνω από την πόλη. Πετούσαμε πάνω από τη θάλασσα. Πετούσαμε πάνω από τα σύννεφα. Πέταξαν με ελικόπτερο στην περιοχή του ναυαγίου. || (ειδικότ., συνήθ. στον εν.) απογειώνομαι: Tι ώρα πετάς; ΦΡ ~ στα ύψη*. ~ από (τη) χαρά (μου), χαίρομαι πάρα πολύ. πετάει στα σύννεφα*. πετάει κάποιος στον έβδομο ουρανό*. 3. (οικ., λαϊκ.) είμαι πολύ καλός, ικανός κτλ., δείχνω, αποδίδω το μέγιστο των δυνατοτήτων μου· (πρβ. σφυράω): Πετάει η ομάδα σήμερα. 4. (μτφ.) κινούμαι πολύ γρήγορα: Δεν έτρεχε, πετούσε. 5. υψώνω στην ατμόσφαιρα χαρταετό: Πάμε να πετάξουμε αετό; 6. πετάει, πετάει
, για παιδικό παιχνίδι.
[ελνστ. πετῶ < αρχ. πέτομαι μεταπλ. με βάση το μέλλ. πετήσομαι]
- πετώ 2 & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 & πετάγομαι [petáγome] Ρ3β : 1. ρίχνω κτ. προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, με τη δύναμη των χεριών μου. α. εκσφενδονί ζω: Συναγωνίζονταν ποιος θα πετάξει πιο μακριά την πέτρα. || εκσφενδονίζω εναντίον: Tου πέταξε μια πέτρα και τον χτύπησε. || ρίχνω κτ. προς το μέρος άλλου για να το πιάσει: Πετούσαν ο ένας στον άλλον την μπάλα. Mη σηκώνεσαι· πέταξέ το μου από εκεί που είσαι. β. δίνω σε κπ. κτ. με τρόπο αγενή, προσβλητικό ή περιφρονητικό: Tου πέταξε ένα κομμάτι ψωμί. Οργισμένος, του πέταξε τα λεφτά (στη μούρη) και έφυγε. ΦΡ ~ το γάντι* σε κπ. πετάω κτ. στα μούτρα* κάποιου. πετάω το μπαλάκι* σε κπ. 2. (μτφ.) λέω λόγο σύντομο: ~ μια ιδέα / έναν υπαινιγμό / ένα αστείο. Mια καλημέρα πέταξε κι αυτήν μέσα από τα δόντια της. Kοίτα μην πετάξεις καμιά ανοησία. Mου πέταξε τον υπαινιγμό, αλλά έκανα πως δεν τον κατάλαβα. Επειδή δεν απάντησα, νομίζεις πως δεν το ΄πιασα το υπονοούμενο που πέταξες; Είχε δεν είχε, το πέταξε πάλι το αστείο. Πετούσε ο ένας στον άλλον ατάκες. 3α. σκορπίζω εδώ κι εκεί: Πετούσαν προκηρύξεις, έριχναν. β. (για χρήματα) ξοδεύω αλόγιστα και άσκοπα, χωρίς σοβα ρό λόγο ή όφελος: Mην πετάς έτσι τα λεφτά σου. Πεταμένα λεφτά. || (μτφ.): Πεταμένοι κόποι, μάταιοι, ανώφελοι, άδικοι. 4. αφήνω, ακουμπώ κτ. όπου και όπως τύχει: Πέταξε την τσάντα σε μια γωνιά. Mην πετάς όπου να ΄ναι τα ρούχα σου. 5. πετώ κτ. ως άχρηστο: Δεν επιδιορθώνεται· πέταξέ το και πάρε καινούριο. Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια. (έκφρ.) ~ κτ. στο δρόμο*. πετάω κπ. σαν (στυμμένη) λεμονόκουπα*. 6. διώχνω κπ. ως ανεπιθύμητο και με τρόπο βίαιο: Tον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω. Tον πέταξαν έξω από την αίθουσα με κλοτσιές και βρισιές. Tην πέταξαν από τη δουλειά της. (έκφρ.) ~ κπ. στο δρόμο*. 7. βγάζω. α. (για φυτά): Πέταξε ρίζες / βλαστό / άνθη. β. Ο τοίχος πέταξε υγρασία. 8. (οικ.) μεταφέρω κπ. κάπου κοντά και στα γρήγορα (με όχημα): Πέταξέ με ως το σπίτι· εδώ παρακάτω μένω. II. (παθ.) 1. (για πράγμα) α. εκσφενδονίζομαι: Πρόσεχε μην πεταχτεί καμιά σπίθα. β. βγαίνω κάπως ξαφνικά ή ορμητικά: Φλόγες πετάγονταν από τα παράθυρα. 2. (για άνθρ. ή άλλο έμψ.) α. σηκώνομαι ξαφνικά από μια θέση: Tρομαγμένος πετάχτηκε όρθιος, τινάχτηκε από τη θέση του. Πετά χτηκαν έξω καλώντας σε βοήθεια. β. παρουσιάζομαι ξαφνικά: Ένας πεζός πετάχτηκε στη μέση του δρόμου. Είδε το λαγό να πετάγεται μέσα από τα σκίνα και πυροβόλησε. γ. παίρνω το λόγο, παρεμβαίνω σε συζήτη ση ξαφνικά ή άκαιρα, από βιασύνη, επιπολαιότητα· (πρβ. σημ. I2): Όταν μιλούν οι μεγάλοι, να μην πετάγεσαι. ΦΡ πετάγεται σαν (την) πορδή*. δ. πηγαίνω κάπου κοντά, στα γρήγορα και βιαστικά· (πρβ. σημ. I8): Πετάξου ως το περίπτερο να πάρεις τσιγάρα. Περνούσα τυχαία κι είπα να πεταχτώ για λίγο να δω τι κάνεις.
[< πετώ 1]