Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεσσός ο [pesós] Ο17 : I. (αρχιτ.) ογκώδης τετράγωνη κολόνα, ως υποστήριγμα. II. (πληθ.) κατά την αρχαιότητα παιχνίδι ανάλογο με την ντάμα ή το τάβλι.
[λόγ. < αρχ. πεσσός]