Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιφέρω [periféro] -ομαι Ρ αόρ. περιέφερα, απαρέμφ. περιφέρει, παθ. αόρ. περιφέρθηκα, απαρέμφ. περιφερθεί : 1α. μεταφέρω κτ. σε διάφορα μέρη: Περιέφεραν την εικόνα στους δρόμους της πόλης. ΦΡ ~ το δίσκο* της επαιτείας. β. στρέφω εδώ και εκεί, γύρω γύρω: ~ το βλέμμα μου. 2. (παθ.) α. κινούμαι γύρω από κτ.: H Γη περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο. β. κινούμαι εδώ κι εκεί, προς διάφορες κατευθύνσεις· περιπλανιέμαι: Περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους.
[λόγ. < αρχ. περιφέρω]