Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιτέμνω [peritémno] -ομαι Ρ αόρ. περιέτμησα, απαρέμφ. περιτμήσει, παθ. αόρ. περιτμήθηκα, απαρέμφ. περιτμηθεί, μππ. περιτμημένος και περιτετμημένος* : α. κόβω γύρω γύρω. β. κάνω (σε κπ.) περιτομή.
[λόγ. < αρχ. περιτέμνω]