Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περιλαβαίνω [perilavéno] Ρ αόρ. περιέλαβα και περίλαβα, απαρέμφ. περιλάβει : (προφ.) α. επικρίνω, επιτιμώ κπ. (ή κτ.) με σφοδρότητα· περιαδράχνω: Tον περιέλαβε για τα καλά. β. πιάνω και δέρνω κπ.: Άμα σε περιλάβω, να δούμε το ξανακάνεις;
[μσν. περιλαβαίνω < αρχ. περιλαμβάνω μεταπλ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]