Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περίπλους ο [períplus] Ο16 : πλους, θαλάσσιο ταξίδι, περιήγηση γύρω και κοντά στις ακτές νησιού, χερσονήσου ή ηπείρου: Ο ~ της Πελοποννήσου / της Aφρικής.
[λόγ. < αρχ. περίπλους]