Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: περίπλους
1 εγγραφή
περίπλους ο [períplus] Ο16 : πλους, θαλάσσιο ταξίδι, περιήγηση γύρω και κοντά στις ακτές νησιού, χερσονήσου ή ηπείρου: Ο ~ της Πελοποννήσου / της Aφρικής.

[λόγ. < αρχ. περίπλους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες