Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- περίεργος -η -ο [períerγos] Ε5 : 1. για οτιδήποτε προκαλεί έντονη απορία, είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο ή απρόσμενο και γι΄ αυτό δύσκολα εξηγείται, ερμηνεύεται, αιτιολογείται κτλ.· (πρβ. παράδοξος, παράξενος, αλλόκοτος, ανεξήγητος): Περίεργο γεγονός. Περίεργη συμπεριφορά / αδιαφορία. Περίεργο ύφος. Περίεργη απόφαση. Περίεργα συναισθήματα. Περίεργες σκέψεις. Περίεργο όνειρο. Περίεργες εικόνες / μορφές. Περίεργα σύμβολα. Περίεργοι θόρυβοι. Περίεργη μυρωδιά. Περίεργες φωνές. Tι το περίεργο βλέπεις; Περίεργο (είναι) που δεν ήρθε ακόμα· αυτός ποτέ δεν άργησε. Tο περίεργο είναι ότι συμφώνησε κι αυτός που πάντοτε διαφωνούσε. || (ως ουσ.) το περίεργο: Όλα τα περίεργα σ΄ εμένα συμβαίνουν. 2. (για πρόσ.) α. που με κάποια συμπεριφορά του μας προκαλεί περιέργεια, απορία: Δε μου αρέσουν οι φίλοι σου· πολύ περίεργοι είναι. || (προφ.) ιδιότροπος: Είναι ~ στο φαγητό (του). β. που έχει περιέργεια, απορία: Είμαι πολύ ~ να μάθω τι έγινε. Περίεργοι οι γείτονες ρωτούσαν να μάθουν τι ακριβώς συμβαίνει.
περίεργα ΕΠIΡΡ: Mύριζε ~. (λόγ.) περιέργως ΕΠIΡΡ παραδόξως, απρόσμενα: Περίμενα να συμφωνήσει, αλλά ~ αρνήθηκε. ~, ήταν η πρώτη φορά που άκουγα κάτι τέτοιο. [λόγ. < ελνστ. περίεργος, αρχ. σημ.: `ερευνητικός΄· λόγ. < αρχ. περιέργως]