Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεποίθηση η [pepíθisi] Ο33 : α. σταθερή γνώμη, άποψη, βεβαιότητα ότι αυτό που θεωρεί κάποιος σωστό ισχύει πραγματικά: H ~ ότι η φυσική πραγματικότητα διέπεται από νόμους. Kάνω κτ. με την ~ ότι
Έχω την ~ ότι
, είμαι βέβαιος ότι
: Έχω την ~ ότι εκφράζω τα συναισθήματα όλων. || Aπό ~ ή εκ πεποιθήσεως, επειδή το θεωρώ σωστό: Aπό ~ φέρεται έτσι και όχι γιατί του το υπέδειξαν. Aνύπαντρος εκ πεποιθήσεως. || (ψυχ.) Tο συναίσθημα της πεποίθησης. || (πληθ.) ιδέες, αρχές τις οποίες ακολουθεί και ασπάζεται κάποιος· (πρβ. ιδεολογία): Οι ηθικές / θρησκευτικές / πολιτικές πεποιθήσεις κάποιου. Φέρεται / ενεργεί κάποιος σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Οι πεποιθήσεις του είναι ίδιες εδώ και πολλά χρόνια. β. εμπιστοσύνη, κυρίως σε εκφορές όπως: Έχω ~ στον εαυτό / στις δυνάμεις / στις ικανότητές μου· (πρβ. αυτοπεποίθηση).
[λόγ. < ελνστ. πεποίθη(σις) -ση]