Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεπατημένη η [pepatiméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ο γνωστός, ο συνηθισμένος τρόπος ενέργειας: Xρησιμοποιεί / ακολουθεί / αφήνει κάποιος την ~. H κυβέρνηση δεν απομακρύνθηκε από την ~ στον τομέα της φορολογικής πολιτικής.
[λόγ. < ελνστ. πεπατημένη θηλ. μππ. του αρχ. πατῶ]