Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενταμελής
1 εγγραφή
πενταμελής -ής -ές [pendamelís] Ε10 : που αποτελείται από πέντε μέλη, ιδίως πρόσωπα: ~ οικογένεια. Πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. || (ως ουσ.) το πενταμελές, για δικαστήριο, συμβούλιο.

[λόγ. πεντα- + -μελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες