Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πενταμελής -ής -ές [pendamelís] Ε10 : που αποτελείται από πέντε μέλη, ιδίως πρόσωπα: ~ οικογένεια. Πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. || (ως ουσ.) το πενταμελές, για δικαστήριο, συμβούλιο.
[λόγ. πεντα- + -μελής]