Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεντάδιπλος
1 εγγραφή
πεντάδιπλος -η -ο [pendáδiplos] Ε5 : που τον έχουν διπλώσει ή τυλίξει πέντε φορές, στα πέντε: Πεντάδιπλο σκοινί / κορδόνι. πεντάδιπλα ΕΠIΡΡ.

[πεντα- + -διπλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες