Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πενικιλίνη η [penikilíni] Ο30 : ονομασία αντιβιοτικών που παράγονται από ειδικούς μύκητες: Ενέσεις / χάπια πενικιλίνης. Θεραπεία με ~. Παρενέργειες της πενικιλίνης. H ανακάλυψη της πενικιλίνης από τον Φλέμιγκ ήταν σταθμός για τη θεραπευτική ιατρική.
[λόγ. < αγγλ. penicillin (-in = -ίνη)]