Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πελεκούδι το [pelekúδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τα μικρά, άχρηστα κομμάτια ξύλου που έχουν αφαιρεθεί με πελέκημα· σχίζα. ΦΡ θα καεί το ~, θα γίνει μεγάλο γλέντι· ΣYN ΦΡ θα το κάψουμε.
[μσν. πελεκούδ(α) `κομμάτι πέτρας΄ υποκορ. -ι < πελεκ(ώ) -ούδα]