Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελαργός
1 εγγραφή
πελαργός ο [pelarγós] Ο17 θηλ. πελαργίνα [pelarjína] Ο26 : πτηνό αποδημητικό, με πολύ ψηλά πόδια, μακρύ ίσιο ράμφος και με μεγάλα φτερά· λελέκι, λέλεκας: Πίστευαν πως τα παιδιά τα φέρνουν οι πελαργοί.

[αρχ. πελαργός· πελαργ(ός) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες