Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πειστικός -ή -ό [pistikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να πείθει: Πειστικότατος ομιλητής. Πειστικά επιχειρήματα. Πειστικό ύφος.
πειστικά & (λόγ.) πειστικώς ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~, με πειθώ. [λόγ. < αρχ. πειστικός· λόγ. < ελνστ. πειστικῶς]