Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεισμώνω [pizmóno] Ρ1α μππ. πεισμωμένος : 1. υιοθετώ μια στάση υπερβολικής ή και παράλογης επιμονής, αντιδρώ με τρόπο πεισματικό: Άκου τη συμβουλή μου και μην πεισμώνεις άδικα. Έχει πεισμώσει και δεν παίρνει από λόγια. 2. κάνω κπ. να πεισμώσει, να αντιδράσει με τρόπο πεισματικό, να υιοθετήσει μια στάση υπερβολικής ή και παράλογης επιμονής: Mίλησέ του με καλό τρόπο, γιατί αν τον πεισμώσεις, δε θα υποχωρήσει με τίποτα.
[πείσμ(α) -ώνω]