Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεισματάρης -α -ικο [pizmatáris] Ε9 : που δείχνει συχνά μια υπερβολική ή και παράλογη επιμονή σε γνώμη, επιδίωξη κτλ., που έχει πολύ πείσμα· (πρβ. ισχυρογνώμων).
[μσν. πεισματάρης < πεισματ- (πείσμα) -άρης]