Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πείθω [píθo] -ομαι Ρ αόρ. έπεισα, απαρέμφ. πείσει, παθ. αόρ. πείστηκα, απαρέμφ. πειστεί, μππ. πεισμένος και (λόγ.) πεπεισμένος* : κάνω κπ. να δεχτεί τη γνώμη μου, να συμφωνήσει μαζί μου προβάλλοντας επιχειρήματα ή δίνοντας υποσχέσεις, διαβεβαιώσεις κτλ.: Προσπάθησε να μας πείσει ότι είναι αθώος. Kανέναν δεν έπεισε για την ορθότητα της άποψής του. Επιχειρήματα ικανά να πείσουν και τους πιο δύσπιστους. || Δεν έχω ακόμα πειστεί για τις καλές προθέσεις του. || κάνω κπ. να δεχτεί και να πράξει ό,τι του υποδεικνύω· (πρβ. καταφέρνω): Tον έπεισαν να υπογρά ψει τη συμφωνία. (απαρχ. έκφρ.) ανάγκα και θεοί πείθονται, όλοι υποκύπτουν σε αυτό που επιβάλλει η φύση των πραγμάτων. (απαρχ.) ΦΡ ου με πείσεις καν με πείσης, ως σχόλιο πεισματικής άρνησης κάποιου να πειστεί, να αλλάξει γνώμη.
[λόγ. < αρχ. πείθω]
- πειθώ η [piθó] Ο γεν. πειθούς, αιτ. πειθώ : η ικανότητα προσώπου να πείθει με το λόγο τους άλλους: Kαλύτερα να μιλήσεις εσύ που έχεις το χάρισμα της πειθούς. Συζητητής καλός που γνώριζε την τέχνη της πειθούς. || πειστικότητα: H ~ των λόγων / των επιχειρημάτων κάποιου.
[λόγ. < αρχ. πειθώ]