Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πειθαρχώ [piθarxó] Ρ10.9α μππ. πειθαρχημένος* : 1. πείθομαι (εκούσια ή αναγκαστικά) και υπακούω σε κανόνες ή εντολές· υπακούω: ~ στους νόμους της πολιτείας. ~ στον κανονισμό / στις εντολές / στις διαταγές των ανωτέρων. Aρνούμαι να πειθαρχήσω σε εντολές. 2. κανονίζω, συμμορφώ νω σύμφωνα με κανόνες: Πειθαρχεί τα πάθη του.
[λόγ. < αρχ. πειθαρχῶ]