Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πειθαρχία η [piθarxía] Ο25 : η υπακοή σε κανόνες που ρυθμίζουν τη συμπεριφορά και τη δράση των ατόμων ενός συνόλου και εξασφαλίζουν την τάξη: ~ στους νόμους της πολιτείας. Aυστηρή ~. Στρατιωτική ~. Kανόνες πειθαρχίας. Παράβαση κανόνων πειθαρχίας. Παράβαση πειθαρχίας. (έκφρ.) πρωσική* ~.
[λόγ. < αρχ. πειθαρχία]