Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πεθαμένος -η -ο [peθaménos] Ε3 μππ. του πεθαίνω : που έχει πεθάνει. ANT ζωντανός. α. νεκρός: Όταν τον βρήκαν, ήταν ήδη ~. β. καταταλαιπωρημένος, ξεθεωμένος: Ήμουν ~ στην κούραση. γ. (μτφ.) χαμένος, σβησμένος: Πεθαμένες ελπίδες. Πεθαμένα όνειρα. δ. (ως ουσ.) τα πεθαμένα, στις ευχετικές εκφράσεις να συχωρεθούν / Θεός σχωρέσ΄ τα πεθαμένα σου, οι νεκροί συγγενείς (συνήθ. ως επίκληση ζητιάνου).
[μσν. πεθαμένος < πεθαν- (πεθαίνω) -μένος με αφομ. [nm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]