Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πατρότητα η [patrótita] Ο28 : 1α. η ιδιότητα του πατέρα, η φυσική σχέση του πατέρα προς τα παιδιά του: H γέννηση του παιδιού του του έδωσε τη χαρά της πατρότητας. β. (νομ.) β1. η ιδιότητα και η σχέση μεταξύ του πατέρα και του παιδιού και τα σχετικά δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτήν: Φυσική ~. Ποιητή* ~. β2. ~ τέκνου, η γνησιότητα του παιδιού από την πλευρά του πατέρα, η οποία αποδεικνύεται με διάφορες μεθόδους: Aπόδειξη της πατρότητας με τον προσδιορισμό της ομάδας αίματος. 2. (μτφ.) η ιδιότητα, η σχέση κάποιου προς ό,τι αυτός πρώτος δημιούργησε, επινόησε: Διεκδικώ την ~ μιας ιδέας / μιας εφεύρεσης / μιας επινόησης. Σε ποιον αποδίδεται η ~ της μεθόδου / της θεωρίας;
[λόγ.: 1: ελνστ. πατρότης, αιτ. -ητα· 2: σημδ. γαλλ. paternité]