Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρτιζάνος
1 εγγραφή
παρτιζάνος ο [partizános] Ο18 : αντάρτης ιδίως σε χώρα της Ευρώπης που βρισκόταν υπό την κατοχή των Γερμανών κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο: Οι παρτιζάνοι του Tίτο. Iταλοί παρτιζάνοι συνέλαβαν και εκτέλεσαν το Mουσολίνι.

[γαλλ. partisan -ος < ιταλ. partigiano]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες