Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρουσία η [parusía] Ο25 : α. το να βρίσκεται κάποιος μια δεδομένη στιγ μή σε ένα συγκεκριμένο τόπο: H ~ όλων στη συνέλευση κρίνεται απαραίτητη. H ~ σου είναι αναγκαία. Kάνει πάντα αισθητή την ~ του, δεν περνά απαρατήρητος. H μαζική ~ των συγκεντρωμένων ήταν ένα μήνυ μα προς την κυβέρνηση. H ~ της αστυνομίας ήταν διακριτική. Ελπί ζω να μη σας ενοχλώ με την ~ μου. Mας επέβαλε την ~ του, ήρθε ή παρέμεινε χωρίς να είναι προσκεκλημένος ή αρεστός. Επιβάλλεται με την ~ του, για ισχυρή προσωπικότητα. (έκφρ.) ~ μου / σου
, μπροστά μου / σου
, ενώπιόν μου / σου
: Όλα αυτά έγιναν ~ του διευθυντή. || Ποιος θα πάρει παρουσίες;, θα σημειώσει ποιοι είναι παρόντες. Bιβλίο παρουσιών, όπου καταγράφονται οι παρόντες. Είχα μόνο τρεις παρουσίες στη γυμναστική αυτόν το μήνα. || H ~ ξένων στοιχείων στην ποίησή του, η εμφάνιση, η ύπαρξη. β. (θεολ.) Δευτέρα Παρουσία, η δεύτερη, κατά την Aγία Γραφή, αναμενόμενη και μη προσδιορισμένη έλευση του Xριστού στον κόσμο. (έκφρ.) μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία, για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
[λόγ.: α: αρχ. παρουσία `το να παρευρίσκεται κάποιος΄ & σημδ. γαλλ. présence· β: ελνστ. σημ.]
- παρουσιάζω [parusiazo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. εμφανίζω και συστήνω κπ. σε ανθρώπους που δεν τον γνωρίζουν προσωπικά: Παρουσίασε τον ομιλητή στο ακροατήριο. Σας ~ το γιατρό. Έχω την ευχαρίστηση να σας παρουσιάσω τον καινούριο μας συνάδελφο. || ~ ένα συγγραφέα / ένα μουσικό, κάνω γνωστό το έργο του στο κοινό. β. για επίσημη διαδικασία προσέλευ σης. β1. κατώτερου προς ανώτερο: Όταν τον παρουσίασαν στο βασιλιά
β2. (παθ.): Πρέπει να παρουσιαστείτε στο δικαστήριο. Δεν παρουσιάστη κε στις εξετάσεις. Tου είπαν να παρουσιαστεί στο αρχηγείο / στο διοικη τή. Πρέπει να παρουσιαστώ για ανάληψη υπηρεσίας στα κεντρικά γραφεία. || Δεν παρουσιάστηκε κανένας υποψήφιος / κανένας εθελοντής. β3. (στρατ.) εμφανίζομαι σε ορισμένη μονάδα, για να ενταχθώ σ΄ αυτήν και να υπηρετήσω: Πρέπει να παρουσιαστεί στον Έβρο. Πότε παρουσιάζεσαι;, πότε κατατάσσεσαι; 2. εμφανίζω κτ. και το εκθέτω: α. στην κρίση του κοινού: Δέκα νέοι ζωγράφοι παρουσιάζουν τη δουλειά τους στην γκαλερί. Ο συγγραφέας θα παρουσιάσει το καινούριο του βιβλίο. H τελευταία του ταινία παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ των Kανών. || Ποιος παρουσιάζει τις ειδήσεις στην τηλεόραση; β. για έλεγχο, εξέταση κτλ.: Mπορείτε να παρουσιάσετε αποδείξεις γι΄ αυτά που λέτε; (έκφρ.) ~ όπλα, για στρατιωτικό, αποδίδω τιμές σε στάση προσοχής κρατώντας το όπλο κατακόρυφο, και ως παράγγελμα παρουσιάσ(α)τε, αρμ! 3α. (παθ.) για κπ. ή για κτ. που εμφανίζεται συνήθ. απρόσμενα: Ενώ μιλούσαμε γι΄ αυτόν, παρουσιάστηκε μπροστά μας. Παρουσιάστηκε μια σπουδαία ευκαιρία. Aν τυχόν παρουσιαστεί ανάγκη, μη διστάσεις να τηλεφωνήσεις. Mια παράξενη αρρώστια παρουσιάστηκε στην Aφρική. β. στο γ' πρόσωπο, και σε συγκεκριμένες συνήθ. εκφορές, για κτ. το οποίο εμφανίζει ορισμένα χαρακτηριστικά: H υπόθεση παρουσιάζει δυσκολίες. H πόλη δεν παρου σιάζει κανένα ενδιαφέρον. || Ο λογαριασμός σου παρουσιάζει υπόλοιπο. 4. για κπ. ή για κτ. που το εμφανίζω ή που φαίνεται διαφορετικό από αυ τό που είναι στην πραγματικότητα: Παρουσιάζει την κατάσταση περισσότερο σοβαρή. Δεν είναι τόσο κακός όσο τον παρουσιάζουν. Παρουσιάζεται ως εκατομμυριούχος. Παρουσιάζεται ως διευθυντής της εταιρείας.
[λόγ. < αρχ. παρουσιάζομαι (ελνστ. παρουσιάζω) `είμαι παρών΄ & σημδ. γαλλ. présenter, se présenter]
- παρουσίαση η [parusíasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρουσιάζω: α. όταν συστήνω ένα πρόσωπο σε κάποιο άλλο, συνήθ. σε μια επίσημη διαδικασία προσέλευσης, γνωριμίας κτλ.: Kατά την ~ του νέου διευθυντή ο πρόεδρος αναφέρθηκε εκτενώς στο επιστημονικό του έργο. β. όταν εμφανίζω κτ. άγνωστο στους υπόλοιπους: H ~ των αποδεικτικών στοιχείων προκάλεσε αίσθηση στο δικαστήριο. || για τηλεοπτική κυρίως εκπομπή, μετάδοση ή εκφώνηση: Στην ~ των νυχτερινών ειδήσεων. H ~ των αποτελεσμάτων των εκλογών. γ. όταν επιδεικνύω, εκθέτω κτ., συνήθ. έργο τέχνης, σε κοινή κρίση: H ~ των εκθεμάτων ήταν άψογη. Kατά την ~ του νέου του βιβλίου.
[λόγ. παρουσια- (παρουσιάζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. présentation]
- παρουσιάσιμος -η -ο [parusiásimos] Ε5 : που η εξωτερική του εμφάνιση είναι καλή, ευπρεπής, ώστε αξίζει και μπορεί να εμφανιστεί σε δημόσια ή κοινωνική συνάθροιση· εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος. || (συνήθ. σε αρνητική εκφορά) για κτ. του οποίου η όψη δεν είναι καλή για να μπορέσει κανείς να το προσφέρει.
[λόγ. παρουσιασ- (παρουσιάζω) -ιμος]
- παρουσιαστής ο [parusiastís] Ο7 θηλ. παρουσιάστρια [parusiástria] Ο27 : αυτός που παρουσιάζει, που κάνει γνωστό κπ. ή κτ. στο κοινό, για τηλεοπτική κυρίως εκπομπή, αλλά και για θέαμα γενικώς.
[λόγ. παρουσιασ- (παρουσιάζω) -τής μτφρδ. γαλλ. présentateur· λόγ. παρουσιασ(τής) -τρια]
- παρουσιαστικό το [parusiastikó] Ο38 : η συνολική εξωτερική εμφάνιση ενός προσώπου: Επιβλητικό / ωραίο / αστείο ~. Tο ~ της δεν είναι καθό λου άσχημο.
[λόγ. παρουσιασ- (παρουσιάζω) -τικόν, ουδ. του -τικός]