Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παροπλίζω [paroplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αφαιρώ από πλοίο τον εξοπλισμό του, έτσι ώστε να μην έχει πια ικανότητα πλεύσης και να παραμένει αγκυροβολημένο στο λιμάνι, συντηρούμενο από ελάχιστο πλήρωμα. || (επέκτ.): Παροπλισμένο αυτοκίνητο / τανκς. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) για άνθρωπο που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δραστηριότητα ή για υπάλληλο που έχει τεθεί στο περιθώριο, καθώς δεν του αναθέτουν έργο ανάλογο με τη θέση ή τις ικανότητές του.
[λόγ. < ελνστ. παροπλίζω]