Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παροξυσμός
1 item total
παροξυσμός ο [paroksizmós] Ο17 : απότομη και ιδιαίτερα έντονη εμφάνιση των συμπτωμάτων ενός παθολογικού ή συχνά νοσηρού φαινομένου: ~ πυρετού / βήχα. Tο πλήθος βρισκόταν σε παροξυσμό. Έπαθε παροξυσμό, νευρική κρίση. || Bρισκόταν σε παροξυσμό ενθουσιασμού.

[λόγ. < αρχ. παροξυσμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go