Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παροικία
2 εγγραφές [1 - 2]
παροικία η [parikía] Ο25 : το σύνολο των ομοεθνών που κατοικούν μονίμως σε πόλη μιας ξένης χώρας, καθώς και η συνοικία στην οποία μπορεί να είναι εγκατεστημένοι: Οι ελληνικές παροικίες στη Δυτική Ευρώπη. H γαλλική ~ της Aθήνας.

[λόγ. < ελνστ. παροικία `παραμονή σε ξένη χώρα΄ κατά τη σημ. της λ. παροικώ]

παροικιακός -ή -ό [parikiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παροικία ή στους παροίκους: Ο ~ ελληνισμός των Hνωμένων Πολιτειών / της Aυστραλίας.

[λόγ. παροικί(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες