Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρηγόρια η [pariγórja] Ο25α : (λαϊκότρ.) η παρηγοριά.
[παρηγορ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- παρηγοριά η [pariγorjá] Ο24 : 1. η ανακούφιση, ο μετριασμός της λύπης, της θλίψης, του ψυχικού πόνου που προκαλείται από κτ. δυσάρεστο: Δίνω ~ σε κπ. Bρίσκω ~ σε κτ. Bρήκε ~ στο πιοτό / στο τσιγάρο. Έχω κτ. για ~ (μου): Είχε το μπουζούκι για ~ (του). ΠAΡ ΦΡ ~ στον άρρωστο (ώσπου να βγει η ψυχή του), για παρηγοριά χωρίς αξία, χωρίς νόημα, αναντίστοιχη προς το μέγεθος της δυστυχίας. 2. καθετί που παρηγορεί, που ανακουφίζει: Tο παιδί αυτό είναι η ~ μου. 3. δείπνο ή κέρασμα που προσφέρεται συνήθ. στο σπίτι του νεκρού από τους συγγενείς μετά τον ενταφιασμό του. (έκφρ.) καφές της παρηγοριάς, που σερβίρεται μετά την κηδεία και με επέκταση, (σκωπτ.) ύστερα από δυσάρεστα γεγονότα (αποτυχίες, ήττες κτλ.).
[μσν. παρηγοριά < αρχ. παρηγορία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]