Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεμφερής -ής -ές
1 εγγραφή
παρεμφερής -ής -ές [paremferís] Ε10 : που μοιάζει λίγο πολύ με κπ. άλλο, παρόμοιος, παραπλήσιος: Παρεμφερείς απόψεις / αντιλήψεις. Παρεμφερή επιχειρήματα.

[λόγ. < αρχ. παρεμφερής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες