Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρεμφερής -ής -ές [paremferís] Ε10 : που μοιάζει λίγο πολύ με κπ. άλλο, παρόμοιος, παραπλήσιος: Παρεμφερείς απόψεις / αντιλήψεις. Παρεμφερή επιχειρήματα.
[λόγ. < αρχ. παρεμφερής]