Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραχάραξη η [paraxáraksi] Ο33 : 1. η κατασκευή πλαστών χαρτονομισμάτων ή κίβδηλων νομισμάτων: H ~ χρήματος τιμωρείται αυστηρά από το νόμο. 2. (μτφ.) η παραποίηση, η διαστρέβλωση: ~ της αλήθειας / της ιστορίας / της πραγματικότητας.
[λόγ. < ελνστ. παραχάραξις (-σις > -ση) `διαφθορά΄ κατά τις σημ. του παραχαράζω]