Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραφράζω
1 εγγραφή
παραφράζω [parafrázo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. παρέφρασα, απαρέμφ. παραφράσει : 1. μεταγλωττίζω κτ. ελεύθερα, μεταφράζω κτ. όχι κατά λέξη αλ λά αποδίδοντας το νόημα. 2. παραλλάζω, προσαρμόζω λόγια, φράσεις, ρήσεις, έτσι ώστε να εξυπηρετούν δικές μου εκφραστικές ανάγκες: Πολλοί, για να παραφράσουμε τη γνωστή ρήση, πιστεύουν πως ό,τι λάμπει είναι χρυσός.

[λόγ. < ελνστ. παραφράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες