Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραστρατιωτικός -ή -ό [parastratiotikós] Ε1 : κυρίως στο παραστρατιωτική οργάνωση, παράνομη στρατιωτική οργάνωση που αποτελείται από εν ενεργεία ή απόστρατους στρατιωτικούς και που δρα με ανορθόδοξους, μη θεσμοθετημένους τρόπους στα πλαίσια του στρατεύματος ή και της κοινωνίας εξυπηρετώντας δικούς της ή και αλλότριους πολιτικούς και άλλους σκοπούς.
[λόγ. παρα- 1 στρατιωτικός μτφρδ. γαλλ. para militaire (para- = παρα- 1)]