Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρασιτώ
1 εγγραφή
παρασιτώ [parasitó] Ρ10.9α : 1. (για ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς) ζω, τρέφομαι και αναπτύσσομαι σε βάρος άλλου οργανισμού, ως παράσι το. 2. (μτφ. για άνθρ.) ζω σε βάρος κάποιου άλλου ή του κοινωνικού συνόλου.

[λόγ.: 2: αρχ. παρασιτῶ· 1: σημδ. γαλλ. parasiter < parasite (δες στο παράσιτο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες