Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρασιτοκτόνος -α / -ος -ο [parasitoktónos] Ε14 : που καταστρέφει, που εξολοθρεύει τα παράσιτα: Παρασιτοκτόνα φάρμακα. || (ως ουσ.) το παρασιτοκτόνο, παρασιτοκτόνο φάρμακο: Δηλητηρίαση από παρασιτοκτόνο.
[λόγ. παράσιτ(ον) -ο- + -κτόνος μτφρδ. γαλλ. parasiticide (< parasite δες στο παράσιτο)]